- φοράδες
- φοράςfruitfulfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγελαίος — (I) αία, αίο (Α ἀγελαῑος, αία, αῑον, Μ ἀγέλαιος, αία, αιον) 1. αυτός που ανήκει σε αγέλη 2. αυτός που ζει ομαδικά, κοπαδιαστά 3. κοινός, συνηθισμένος νεοελλ. χυδαίος, «τού σωρού» αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἀγελαῑοι τα μέλη τής… … Dictionary of Greek
ιππημολγός — ἱππημολγός, ὁ (Α) (για σκυθική ή ταταρική φυλή) αυτός που αρμέγει φοράδες, επομ. που χρησιμοποιεί το γάλα φοράδας για τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ημολγός (< ἀμέλγω «αρμέγω»), πρβλ. βου μολγός, Κυν αμολγός. Το η λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
ιπποθήλης — ἱπποθήλης, ὁ (Α) όνος που θήλασε φοράδα και τρέφεται για να οχεύει τις φοράδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + θηλή] … Dictionary of Greek
ιπποθόρος — ἱπποθόρος, ὁ (Α) (κυρίως για όνο που χρησιμοποιείται για παραγωγή ημιόνων) αυτός που οχεύει φοράδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + θόρος (< θορός «σπέρμα»), πρβλ. βου θόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στο συνθ. ενεργητική σημασία, εν αντιθέσει προς… … Dictionary of Greek
ιππομανώ — ἱππομανῶ, έω (Α) [ιππομανής] 1. (για φοράδες) είμαι εμμανής, κάνω σαν τρελή για ίππο 2. (για πρόσ.) αγαπώ μανιωδώς τους ίππους … Dictionary of Greek
ιππόθορος — ἱππόθορος, ον (Α) φρ. «ἱππόθορος νόμος» μουσικό κομμάτι που παιζόταν, όταν οχεύονταν οι φοράδες, ως διεγερτικό τής ορμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)* + θόρος (< θορός «σπέρμα»), πρβλ. βού θορος, έν θορος(βλ. και ιπποθόρος)] … Dictionary of Greek
νυμφομανία — Υπερβολική και νοσηρή έξαρση της γενετήσιας επιθυμίας, γυναικών ή θηλυκών ζώων, που χαρακτηρίζεται από συνεχή και ακατανίκητη ανάγκη συνουσίας. Η ν. παρατηρείται περισσότερο στα ζώα και κυρίως στις φοράδες, τις αγελάδες, τις γάτες και λιγότερο… … Dictionary of Greek
τετανία — Κατάσταση αυξημένης διεγερσιμότητας του νευρικού συστήματος. Μπορεί να εκδηλωθεί γύρω στον τρίτο ή τέταρτο μήνα από τη γέννηση ή κατά την εφηβία και αποτελεί το σημαντικότερο σύμπτωμα του υποπαραθυρεοειδισμού. Ο παροξυσμός προκαλείται από… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Άνεμοι — Μυθολογικά πρόσωπα. Πρόκειται για τερατόμορφες προσωποποιήσεις των στοιχείων της φύσης, που προκαλούν τρόμο στους ανθρώπους, ή ήρεμες και ευεργετικές θεότητες (κανονικοί άνεμοι). Οι πρώτοι αντιπροσωπεύονται από τα τέρατα Τυφάωνα ή Τυφωέα, Έχιδνα … Dictionary of Greek